- ανθελμινθικός
- ανθελμιντικός, ή , ό[ν] мед. глистогонный, противоглистный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθελμινθικός — ή, ό (κ. ανθελμιντικός), ή, ό (για φάρμακα) αυτός που απαλλάσσει τον οργανισμό από παρασιτικούς σκώληκες (έλμινθες) … Dictionary of Greek